- μειονεκτοῦν
- μειονεκτέωhave too littlepres part act masc voc sg (attic epic doric)μειονεκτέωhave too littlepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
Καρολίδης, Παύλος — (Ανδρονίκειο Καππαδοκίας 1849 – Αθήνα 1930). Ιστορικός, πολιτικός και πανεπιστημιακός. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek